αμπατζής

αμπατζής
ο
1) торговец абой; 2) деревенский портной, шьющий из абы; 3) плохой портной

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αμπατζής" в других словарях:

  • αμπατζής — ο ράφτης ή πωλητής αμπάδων: Ήταν φημισμένος αμπατζής και κέρδιζε αρκετά χρήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμπατζής — ο κατασκευαστής ή πωλητής ενδυμάτων από αμπά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. abaci. ΠΑΡ. αμπατζήδικο, αμπατζήτικος] …   Dictionary of Greek

  • αμπατζήδικο — το 1. εργαστήριο όπου κατασκευάζεται το ύφασμα αμπάς* ή και το κατάστημα που πουλάει τέτοια υφάσματα 2. κατάστημα υφασμάτων και ενδυμάτων για χωρικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. από το επίθ. *αμπατζήδικος < αμπατζής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»